- ψαλιδόγλωσσος
- ο болтун
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαλιδόγλωσσος — η, ο, Ν μτφ. αυτός που η γλώσσα του πάει σαν ψαλίδι, πολύ φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίδι + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. φαρμακό γλωσσος] … Dictionary of Greek
ψαλιδόγλωσσος — η, ο αυτός που η γλώσσα του πάει ψαλίδι, ο φλύαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek